- καλεστής
- ο тот, кто приглашает (на свадьбу, вечеринку и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλεστής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλεστής — ο (Α καλεστής) [καλώ] αυτός που προσκαλεί σε γιορτή αρχ. αυτός που προσφέρει τα φαγητά στους καλεσμένους, αμφιτρύωνας … Dictionary of Greek
καλεστής — ο αυτός που προσκαλεί σε γιορτή, γάμο κ.α.: Ο πατέρας μου ήταν ο καλεστής των ηλικιωμένων αυτών αντρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλεστοῦ — καλεστής masc gen sg καλεστός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλεστήν — καλεστής masc acc sg (attic epic ionic) καλεστός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
κλητήρας — ο (AM κλητήρ, ῆρος) αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ ἄγουσ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες α) «δικαστικός κλητήρας» υπάλληλος αρμόδιος… … Dictionary of Greek